ανάλλαγος

ανάλλαγος
-η, -ο
ο ανάλλακτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάλλαγος — ανάλλαγος, η, ο και ανάλλαχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει αλλάξει, αμετάβλητος, αναλλοίωτος: Τόσα χρόνια έχουν περάσει και είναι ανάλλαγος. 2. αυτός που δεν αλλάχτηκε, δεν αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: Γύρισε με το χαρτονόμισμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”